σεληνίς

σεληνίς
σελην-ίς, ίδος, ,
A ivory crecent on the boots of Roman senators, Plu.2.282a.
2 an amulet worn by children, Hsch.
3 = σελήνη 1.2, Phot.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σεληνίς — ivory crecent fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνίς — ίδος, ή, Α 1. διακριτικό κόσμημα από ελεφαντοστό σε σχήμα ημισελήνου, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί πάνω στα πέδιλά τους 2. φυλαχτό σε σχήμα ημισελήνου 3. είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα ίς (πρβλ. καλαμ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • σεληνίδα — σεληνίς ivory crecent fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνίδας — σεληνίς ivory crecent fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνίδος — σεληνίς ivory crecent fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνίσκος — ὁ, Α [σελήνη / σεληνίς] υποκορ. τ. τού σεληνίς …   Dictionary of Greek

  • ԼՈՒՍՆԱՁԵՒ — (ի, ից.) NBH 1 0902 Chronological Sequence: 10c, 13c ա. σεληνοειδής, σεληνίς lunula. Որ ունի զձեւ նորոյ լուսնի եղջերաւոր. որպէս զմահիկ. Լուսնատեսիլ. ... *Մահիկս լուսնաձեւս. Արծր. ՟Գ. 2: *Մահիկ լուսնաձեւ իմն զարդ պարանոցացն. զի մահիկ ասեն զձեւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”